ἀδέητος

ἀδέητος
ἀδέητος
not wanting a thing
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αδέητος — ἀδέητος, ον (Α) [δέομαι] αυτός που δεν έχει ανάγκη από κάτι, που δεν χρειάζεται τίποτε 2. φοβερός, αδυσώπητος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”